avasallar - ορισμός. Τι είναι το avasallar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι avasallar - ορισμός


avasallar      
avasallar (de "a-2" y "vasallo")
1 tr. Hacer obedecer a alguien contra su voluntad, por la fuerza y contra la razón. Dominar, *oprimir, sojuzgar, subyugar, sujetar, tiranizar.
2 prnl. Hacerse vasallo o súbdito de alguien.
avasallar      
Sinónimos
verbo
3) exigir: exigir, forzar, violentar
Antónimos
verbo
liberar: liberar, libertar
Palabras Relacionadas
avasallar      
verbo trans.
1) Sujetar o someter a obediencia.
2) Atropellar, actuar a despecho de los derechos ajenos.
verbo prnl.
1) Hacerse súbdito de algún rey o señor.
2) Someterse por impotencia o debilidad al que tiene poder o valimiento.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για avasallar
1. Si algún idioma puede avasallar al castellano, es el inglés.
2. Mejor morir como valientes que seguir dejándose avasallar como niños asustados.
3. "Me siento muy cómoda con esta popularidad tranqui; la gente acercarse, con respeto y buena onda pero sin avasallar.
4. Gemma Mengual y sus compañeras buscan el primer oro olímpico en sincronizada tras avasallar en los europeos.
5. Fernando Almirón coincide con sus palabras, y agrega un pedido general: "No nos dejemos avasallar". "La letra Ñ es igual a cualquier otra letra.
Τι είναι avasallar - ορισμός